υπερτονώνω

υπερτονώνω
ὑπερτονῶ, -έω, ΝΜΑ [τονῶ /-ώνω]
νεοελλ.
τονώνω πάρα πολύ, δυναμώνω πάρα πολύ
αρχ.
(αμτβ.) είμαι σε υπερένταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερτονωτικός — ή, ό, Ν [υπερτονώνω] πολύ δυναμωτικός …   Dictionary of Greek

  • υπερτόνωση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπερτονώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερτονώ. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερτόνωσις, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”